- υπερκρινία
- η, Νιατρ.1. η αύξηση τής έκκρισης τών αδένων με ή χωρίς αλλοίωση τής σύνθεσης τών εκκριμάτων τους2. το σύνολο τών διαταραχών που προκύπτουν από την παραπάνω κατάσταση.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hypercrinie < υπερ-* + εκ-κρίνω].
Dictionary of Greek. 2013.